- σκιρτοπόδης
- σκιρτο-πόδης, ου, ὁ,A spring-footed,
Σάτυρος APl.1.15
*.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σάτυρος APl.1.15
*.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιρτοπόδης — ὁ, Α αυτός που έχει πόδια επιτήδεια στο σκίρτημα («Σάτυρος σκιρτοπόδης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο προσηγορικό *σκίρτος (υποχωρητικά < σκιρτῶ) + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. στραβοπόδης] … Dictionary of Greek
σκιρτοπόδη — σκιρτοπόδης spring footed masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)